Τον Απρίλιο του 2016 βρέθηκα σε μία έκθεση ζωγραφικής διαφορετική από όλες τις άλλες. Ήταν έκθεση με έργα που είχαν δημιουργηθεί υποβρυχίως από τον μοναδικό υποβρύχιο ζωγράφο κ. Γιάννη Μανιατάκο. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του για τη δουλειά του και να μου εξιστορήσει για το πως ήρθε σε πρώτη επαφή με τη θάλασσα, πως ασχολήθηκε με την κατάδυση και την τέχνη και πως σε μια στιγμή χρόνου τα συνδύασε με ένα αποτέλεσμα ονειρικό.
21 Απριλίου 2016
Συνέντευξη του Γ. Μ.
στον Κ. Δ.
Κ. Δ.: Θυμάστε κ. Γιάννη πότε ήρθατε σε πρώτη επαφή με τη θάλασσα;
Γ. Μ.: Είμαι του '35 γεννηθείς, πρώτη φορά με πήγε στη θάλασσα ο μεγάλος μου αδελφός στην πλάτη του, ήμουν περίπου 3 ετών. Ο αδελφός μου με περνούσε 8 χρόνια. Θυμάμαι ότι έβλεπα που βουτούσαν τα παιδιά, έβαλα το κεφάλι μέσα στο νερό και έβλεπα κάτω θολά. Ο αδελφός μου με σήκωσε για να μην πνιγώ. Πριν τα δέκα μου χρόνια, είχα δει και τους Καλύμνιους να ψάχνουν σφουγγάρια με το γυαλί. Το '45 που έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, βρήκα μία μάσκα αντιασφυξιογόνα με διπλό γυαλί που έπιανε όλο το πρόσωπο με λάστιχο, στο κάτω μέρος είχε ένα σπιράλ που πήγαινε σε ένα κάνιστρο με άνθρακα. Φαντάσου αγόρασα εκ των υστέρων μία τέτοια μάσκα από το Μοναστηράκι για να έχω την ανάμνηση. Με εκείνη τη μάσκα λοιπόν που βρήκα έβλεπα τον βυθό και μάζευα και ποδαράτα. Τα ποδαράτα ήταν εξαίσιο δόλωμα για πολλά ψάρια. Βέβαια κάτω απ' το νερό τα έβλεπα όλα διπλά, έτσι έκλεινα το ένα μάτι και κέντραρα. Ψάρευα με καλάμι και αγκίστρι, χρησιμοποιούσα ως δόλωμα αυτούς τους κατοίκους των κοχυλιών, εμείς τα λέγαμε ποδαράτα ή μακρούνες. Ήταν σαν τα καβούρια ερημίτες, όμως πολύ πιο μικρά σε μέγεθος. Ψάρευα λοιπόν για να φάμε γιατί είμασταν 10 παιδιά στη Μάνη. Δύσκολα χρόνια με πολύ φτώχεια. Σε ηλικία 16 ετών έβαλα για πρώτη φορά παπούτσια. Έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη θάλασσα από πολύ μικρή ηλικία.
Κ. Δ.: Η συνέχεια ποιά ήταν;
Γ. Μ.: Στη συνέχεια, σε ηλικία 12 ετών ξεκίνησα να δουλεύω στις τράτες και να τραβάω τον κρόκο. Ψαρεύαμε με μία βάρκα που ήταν 7 με 8 μέτρα, είχε 4 κουπιά απ' τη μια και 4 κουπιά από την άλλη και με τα δίχτυα πάνω και με τα σχοινιά απλώναμε τον κρόκο. Αφήναμε ένα σχοινί, έπειτα δέναμε σ' αυτό ένα δεύτερο, μετά τρίτο και τέταρτο για καμιά 400αριά μέτρα ανάλογα με την τοποθεσία. Κάποιοι κωπηλατούσαν και ένας το κράταγε. Με το που τέλειωνε το τέταρτο σχοινί δέναμε σ' αυτό το δίχτυ, στρίβαμε και το απλώναμε. Όταν τέλειωνε το δίχτυ στρίβαμε ξανά και ρίχναμε πάλι 4 σχοινιά δεμένα με κόμπους μεταξύ τους μέχρι τη στεριά, κάναμε ένα "Π" δηλαδή. Στη στεριά τραβούσαμε 5 από τη μια πλευρά και άλλοι τόσοι από την άλλη. Όταν φτάναμε στην αλλαγή του σχοινιού με τον κόμπο, φωνάζαμε "κοόμπος" και έτσι η άλλη πλευρά άκουγε, επειδή ήταν νύχτα και τραβούσε ανάλογα πιο αργά ή πιο γρήγορα. Όταν φτάναμε στο δίχτυ, φωνάζαμε "μαάτσα" και η άλλη πλευρά τραβούσε και πλησίαζε προς το μέρος μας και το δίχτυ έκλεινε. Ερχόταν λοιπόν το δίχτυ, ο σάκος και αν είχε μέσα σαρδέλα έβλεπες μέσα στη νύχτα ένα φωσφορικό ποτάμι να έρχεται προς το μέρος σου. Ήταν ένα θέαμα τρομερό. Αν δεν το δει άνθρωπος δεν μπορεί να το διανοηθεί. Εγώ το έζησα από τα δώδεκα μου έως και τα δεκαπέντε μου χρόνια. Δούλευα με 3 κάρτα, 3/4 του μερτικού. Δεν ήταν μεροκάματο, δούλευα με μερτικό, με νυχτοκάματο. Το καλοκαίρι του1951 γνώρισα έναν ψαροντουφεκά, Γιώργος Σφαλαγκάκος λεγόταν. Του ζήτησα και μου έδωσε τη μάσκα του και το ψαροντούφεκο του, το οποίο ήταν με ελατήριο στη βέργα, να δοκιμάσω. Η θάλασσα τότε ήταν παρθένα, τα ψάρια άφθονα και άφοβα και όπως ήμουν και εγώ ατσίδας, με προϋπηρεσία, εξοικειωμένος με τη θάλασσα, έβγαζα πραγματικά πολλά ψάρια και τα μοιραζόμασταν. Με το μερίδιο μου τάιζα όλη μου την οικογένεια. Περάσαμε ένα καλοκαίρι θαυμάσιο. Τον επόμενο χρόνο ο παππούς μου, μου πήρε ένα μικρό ψαροντούφεκο και συνέχισα να βουτάω.
Κ. Δ.: Με τη ζωγραφική πως ασχοληθήκατε;
Γ. Μ.: Ζωγράφιζα από παιδάκι, ζωγράφιζα λουλούδια, τριαντάφυλλα. Λάτρευα την τέχνη. Στο δημοτικό, λόγω των συνθηκών, πήγα πιο μεγάλος, περίπου 10 ετών ήμουν. Οι συμμαθητές μου με φώναζαν Φειδία, γιατί έπαιρνα ένα κομμάτι ξύλο ελιάς και με ένα σουγιαδάκι το σκάλιζα και έφτιαχνα ένα σπουργιτάκι ή κάποιο άλλο πουλί. Και επειδή δεν τα κρατούσαν τα πόδια τους, με μια σφεντόνα σκότωνα κάποιο ζωντανό πουλάκι, το έτρωγα και έβαζα τα πόδια του στο ξύλινο γιατί δεν μπορούσα να τα φτιάξω τόσο λεπτά. Από τότε που ασχολήθηκα με το ψαροντούφεκο μαγεύτηκα με τον βυθό. Ότι έβλεπα, που μου έκανε εντύπωση, γυρνούσα σπίτι και το ζωγράφιζα. Θυμάμαι είχα ζωγραφίσει μία χελώνα που κυνηγούσε να πιάσει έναν κέφαλο, που να τον πιάσει; Εν πάση περιπτώσει, ζωγράφιζα τέτοιες σκηνές στη στεριά όμως. Το 1958 μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Απ' το 1959 παρακολούθησα μόνο τρεις μήνες και πήγα να υπηρετήσω τη θητεία μου στην αεροπορία. Υπηρέτησα από το 1959 έως και το 1961. Ακόμα και στον στρατό ψάρευα στις εξόδους μας και τάιζα τον λόχο. Δεν λέω ψέματα, γινόντουσαν τραπέζια στην Αγχίαλο με ψάρια που έβγαζα και έτρωγε το σμήνος. Το 1965 τελείωσα την Καλών Τεχνών. Είχα μπει με υποτροφία μάλιστα, γιατί τότε μπαίναμε στο προπαρασκευαστικό πρώτα και έπειτα δίναμε εξετάσεις στα εργαστήρια. Μπήκα με υποτροφία στα εργαστήρια γλυπτικής και την παρακολούθησα και την εξασκώ μέχρι και αυτήν τη στιγμή. Τη ζωγραφική την είχα αφήσει εκείνο το διάστημα. Το 1967 αφού ήδη είχα τελειώσει την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ξεκίνησα και ζωγράφιζα πάλι. Πήγαινα και ζωγράφιζα τοπία έξω. Μέσα στο νερό δεν ήξερα ότι μπορώ να ζωγραφίσω.
Κ. Δ.: Πως ανακαλύψατε ότι μπορείτε να ζωγραφίσετε υποβρυχίως;
Γ. Μ.: Το '67 λοιπόν, καθώς ζωγράφιζα πάνω από έναν βράχο τη θάλασσα από κάτω, πως κινείτο ανάμεσα στα βράχια, φυσάει ο αέρας και μου πετάει το τελάρο μέσα στη θάλασσα. Κατέβηκα, το έπιασα και εκεί μου ήρθε η ιδέα γιατί δεν είχε πάθει τίποτα. Ζωγράφιζα με λάδι, το λάδι δεν παθαίνει τίποτα. Μου ήρθε λοιπόν η ιδέα "βρε μπας και δεν παθαίνει τίποτα και μέσα;" και όπως κρατούσα τον πίνακα τον βούλιαξα δέκα πόντους, έκανα δύο πινελιές με το πινέλο που κρατούσα και είδα ότι έπιανε το λάδι. Αυτό ήταν.
Κ. Δ.: Με την κατάδυση πως ασχοληθήκατε;
Γ. Μ.: Είχα ήδη αγοράσει με 4.500 δρχ. μπουκάλα από κάποιον Κοπελιάρη, θυμάμαι είχε κατάστημα κοντά στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά. Ήταν φιάλη ατσάλινη της AGA με ρυθμιστή αναπνοής και βουτούσα μόνος. Το 1965 πήγα και πήρα δίπλωμα καταδύσεων από τον Νίκο Καρτελιά. Βέβαια ήδη γνώριζα πως να καταδύομαι, αλλά δεν ήξερα τους κανόνες. Ο Νίκος Καρτελιάς ήταν ο πρώτος που είχε ασχοληθεί με την υποβρύχια δραστηριότητα στην Ελλάδα και μου δίδαξε αρκετά πράγματα.
Κ. Δ.: Στη συνέχεια λοιπόν παντρέψατε την τέχνη με την κατάδυση;
Γ. Μ.: Ακριβώς, από το 1967 ξεκίνησα να δημιουργώ υποβρυχίως. Στην αρχή με φιάλη και αργότερα αγόρασα και κομπρεσέρ και βουτούσα με λώρο. Είχα φτιάξει την προτομή ενός δάσκαλου και με τα χρήματα αγόρασα ένα μικρό τρεχαντήρι 7.5 μέτρων από την Αλόννησο που κράτησα για 15 χρόνια. Από το ’67 λοιπόν ζωγραφίζω υποβρυχίως μέχρι και το 2015, πέρσι δηλαδή, που έκανα τρεις πίνακες. Ο πίνακας “Το στρείδι” ήταν ο τελευταίος μου. Καθώς ζωγράφιζα τον βράχο βρήκα ένα στρείδι, γαϊδουροπόδαρα τα λέγαμε. Το έσπασα και το έφαγα υποβρυχίως και το μισό έπεσε και έμεινε δίπλα στον βράχο. Καθώς λοιπόν συνέχισα να ζωγραφίζω μου χτυπούσε τόσο το άσπρο από το κέλυφος του στρειδιού που έτσι για ανάμνηση το αποτύπωσα στον καμβά.
Κ. Δ.: Είχατε κάποια ιδιαίτερη τεχνική;
Γ. Μ.: Τίποτα ιδιαίτερο. Στον βυθό δουλεύει η φαντασία μας και το υποσυνείδητο μας, αφού βουτάς το γνωρίζεις αυτό Κωνσταντίνε. Χρησιμοποιούσα μόνο σπάτουλα για να ζωγραφίζω γιατί με το πινέλο η εναλλαγή από χρώμα σε χρώμα ήταν αδύνατη. Το χρώμα από το πινέλο δεν φεύγει εύκολα μέσα στο νερό, ενώ τη σπάτουλα μου την καθάριζα εύκολα από το χρώμα με ένα πανάκι και επέλεγα κάποιο άλλο. Εφάρμοζα δηλαδή πρακτικά πράγματα. Όπως επίσης πρακτική μου, όπως θα δεις στο βίντεο, ήταν να μην χρησιμοποιώ καβαλέτο υποβρυχίως, αλλά κάρφωνα μία πρόκα αριστερά και μία δεξιά στο τελάρο και με κορδώνι αυτό στηριζόταν αιωρούμενο στον πυθμένα. Το ρεύμα, αν υπήρχε, δεν με ενοχλούσε, αλλά προσαρμοζόμουν με αυτό.
Κ. Δ.: Σε τι βάθος συνήθως ζωγραφίζατε; Είχατε ποτέ καταδυθεί για να ζωγραφίσετε βαθιά;
Γ. Μ.: Είχα κατέβει με αέρα στο βάθος των 65 μέτρων που είναι και το όριο για λόγους ας πούμε αναψυχής. Όμως ζωγράφιζα ρηχά, από 3 με 10 μέτρα. Μόνο στην Ύδρα ζωγράφισα έναν πίνακα στα 17 μέτρα. Για να τελείωνα έναν πίνακα στα βαθιά θα χρειαζόταν να κάνω πάρα πολλές καταδύσεις και θα μου έπαιρνε και πολύ χρόνο. Δεν βρήκα λοιπόν λόγο να δουλεύω βαθιά.
Κ. Δ.: Ευχαριστώ πολύ κ. Γιάννη για τον χρόνο σας, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι τελευταίο. Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό που κάνατε;
Γ. Μ.: Τη θάλασσα, τον βυθό και θα μου λείψει.
ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΓΚΑΛΕΡΙ
10 περίπου μήνες μετά τη συνέντευξη μας, με μεγάλη μας λύπη πληροφορηθήκαμε ότι ο υποβρύχιος ζωγράφος κ. Γιάννης Μανιατάκος έφυγε από τη ζωή, ήταν ημέρα Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017. Ένα μεγάλο αντίο λοιπόν από την ομάδα μας σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, εκπαιδευτικό και δύτη.
Συνέντευξη & Φωτογραφία
Κων/νος Δασκαλόπουλος
Γενική Επιμέλεια Άρθρου
Ασπασία Κατσή