Τα πλοία ακολουθούσαν συγκεκριμένες πορείες για μετάβαση από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β και προτιμούσαν να ταξιδεύουν για περισσότερα μίλια παράλληλα με τις ακτογραμμές ώστε να έχουν τη δυνατότητα είτε σε κακοκαιρία είτε σε περίπτωση πειρατείας να προφυλαχτούν, να κρυφτούν σε φυσικά λιμάνια ή και να έχουν πρόσβαση σε ακτή παρά να πλέουν σε ανοιχτό πέλαγος προκειμένου να γλυτώσουν χρόνο. Όταν έπεφταν σε θαλασσοταραχή, ο πιο μεγάλος κίνδυνος και βασική αιτία βύθισης ήταν η απότομη μεταφορά του βάρους. Με τις αναταράξεις και με τα βίαια χτυπήματα από έντονο κυματισμό έσπαγαν οι αμφορείς που βρίσκονταν τοποθετημένοι στις γωνίες και στήριζαν το φορτίο με συνέπεια να αρχίζει η μετακίνηση και ο θρυμματισμός των πιο πάνω στρωμάτων αμφορέων και αυτό είχε ως κατάληξη τη μεταφορά του φορτίου από τη μια πλευρά του πλοίου στην άλλη και φυσικά την ανατροπή του.
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΒΥΘΙΣΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΠΛΟΙΩΝ
Το λευκό στρώμα άμμου διαδέχεται ένα πλήθος σπόγγων, βράχων και φυκών για μια μικρή απόσταση.
Με μια πιο προσεκτική ματιά ξεχωρίζουν τα πρώτα ευρήματα διασκορπισμένα σε μια ακτίνα 30 περίπου μέτρων.
Φαίνονται πάνω από τον πυθμένα κάποια τμήματα αγγείων, λαιμοί και πάτοι από οξυπύθμενους αμφορείς.
Άλλοι είναι θαμμένοι και διακρίνονται τα στόμια τους με τις λαβές τους ή οι κοιλιές τους.
Επίσης υπάρχουν και τμήματα από αγγεία φαγητού και ποτού και σίγουρα κάτω από την άμμο θα υπάρχουν
και άλλοι ακέραιοι αμφορείς και πιθανόν και κάποιο τμήμα από το σκαρί του πλοίου.
Οποιοδήποτε άλλο τμήμα βρέθηκε πάνω απ΄ τον πυθμένα που δεν καλύφτηκε από την άμμο
καταστράφηκε. Υπό κανονικές συνθήκες η αυξημένη ποσότητα άλατος στο θαλασσινό νερό,
το μικρό βάθος του ναυαγίου, η αυξημένη θερμοκρασία αλλά και οι μικροοργανισμοί, όπως το σκουλήκι
που ονομάζεται θαλάσσια τερηδόνα (teredo navalis), φθείρουν το ξύλο. Αυτό συνέβη και σ' αυτή την περίπτωση.
Μεγάλη εντύπωση και απορία προκαλεί το γεγονός ότι παρατηρήσαμε πολλούς διαφορετικούς τύπους αγγείων.
Το 1988 το ΙΕΝΑΕ σε συνεργασία με τη Νομαρχία Χίου εντόπισε και ερεύνησε το ναυάγιο ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου που βυθίστηκε τον Ιούνιο του 1822, από τον Κων/νο Κανάρη. Επικεφαλής του οθωμανικού στόλου τότε ήταν ο διαβόητος Καρά Αλή. Ανελκύστηκαν ορισμένα απ' τα σκεύη του πλοίου.
Έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία από τότε που εντοπίστηκε ένα αρχαίο ναυάγιο μεταξύ της Χίου και των Οινουσσών. Στάλθηκε τότε αυτόνομο υποβρύχιο ρομπότ (A.U.V) και συγκεκριμένα το SeaBed του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου WHOI (Woods Hole Oceanographic Institution) να ερευνήσει και να φωτογραφίσει το αρχαίο ναυάγιο. Οι φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας που συνέλεξε ξεπερνούσαν τις εφτά χιλιάδες. Οι ψηφιακές εικόνες έδειξαν ότι το ανώτερο στρώμα του φορτίου αποτελούνταν από τουλάχιστον 350 με 400 αμφορείς δύο τύπων. Ο πρώτος τύπος ήταν της Χίου, ενώ ο δεύτερος άγνωστης προέλευσης. Βάση της τεχνοτροπίας των αγγείων το ναυάγιο χρονολογήθηκε γύρω στο 330 π.Χ., με απόκλιση είκοσι ετών. Τα στοιχεία του σόναρ έδωσαν και τις διαστάσεις του πλοίου. Το μήκος του άγγιζε τα 21 μέτρα, το πλάτος του ήταν 8 μέτρα, ενώ το συνολικό φορτίο των αμφορέων έφτανε τα 1,4 μέτρα σε ύψος. Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι το ύψος αυτό καλύπτει τέσσερα ή πέντε στρώματα αμφορέων. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το πλοίο που ναυάγησε ανοιχτά της Χίου μετέφερε πολύ περισσότερους από χίλιους αμφορείς. Το 2008 οι έρευνες συνεχίστηκαν. Καταγράφηκαν και φωτογραφήθηκαν άλλα δέκα ναυάγια από τη λίστα της ΕΕΑ. Τα ναυάγια αυτά χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. και πρόκειται για τη µεγαλύτερη συγκέντρωση αρχαίων ναυαγίων που έχουν ποτέ ερευνηθεί.
Και η λίστα με τα αρχαία ναυάγια συνεχίζεται. Η Χίος είναι ανεξερεύνητη και κρύβει πλούτο από αρχαία ναυάγια που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί.